κατανθρακώ

κατανθρακώ
κατανθρακῶ, -όω (Α)
μεταβάλλω εντελώς σε άνθρακα με την καύση, απανθρακώνω, «κάνω κάρβουνο» (α. «στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι», Αισχύλ.
β. «δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”